user abbr. | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users abbr. | |
commun. | χρήστης |
mode abbr. | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
| |||
χειριστής m | |||
χρήστης m; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού | |||
χρήστης m (A person who uses a computer) | |||
| |||
χρήστης m | |||
χρήστες m | |||
English thesaurus | |||
| |||
The individual or organization that will operate the equipment | |||
| |||
U | |||
| |||
Unmanned Space Experiment Recovery System | |||
| |||
U | |||
| |||
under size; under steer; underselling | |||
User segment |
user : 652 phrases in 31 subjects |