useless | |
gen. | άχρηστη; άχρηστο; άχρηστος |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
άχρηστη; άχρηστο; άχρηστ́ος | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |