used | |
gen. | συνηθισμένη; συνηθισμένο; συνηθισμένος |
in | |
gen. | μέσα; σε |
combination | |
busin. labor.org. account. | συγχώνευση |
fin. | συνδυασμός |
industr. construct. | συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων |
stat. scient. | δεσμός; σύνδεση |
transp. | συνδυασμός τιμολογίων |
with | |
gen. | με |
reference | |
commun. | γράμμα παραπομπής |
fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
IT | παραπομπή |
law | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
law commun. | αναφορά' παραπομπή |
social.sc. | αναφορά |
work.fl. commun. | διαπαραπομπή |
reference... | |
mech.eng. | αρχικός... |
| |||
συνηθισμένη; συνηθισμένο; συνηθισμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
United States Engineer Department |
used : 365 phrases in 44 subjects |