usability | |
commun. IT | χρηστικότητα; δυνατότητα χρήσης' χρηστικότητα; δυνατότητα χρήσης; επίδοση λειτουργικότητας υπηρεσίας |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
usability : 13 phrases in 4 subjects |
Communications | 4 |
Information technology | 7 |
Social science | 1 |
Transport | 1 |