urban | |
gen. | αστική; αστικό |
environ. | Αστικός |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
αστική; αστικό | |||
Αστικός -ή, -ό | |||
αστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
urb |
urban : 261 phrases in 19 subjects |