unweighted mean | |
math. | μη σταθμισμένος μέσος |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
μη σταθμισμένος μέσος | |||
αριθμητικός μέσος; μη σταθμικός μέσος; μέθοδος με σταθμισμένων μέσων (στην ανάλυση διακύμανσης) |
unweighted means : 7 phrases in 2 subjects |
Mathematics | 1 |
Statistics | 6 |