unordered access | |
commun. | μη διατεταγμένη πρόσβαση |
frame | |
comp., MS | πλαίσιο |
construct. | γεφύρωμα ενός προβλήτα |
cultur. | σώμα της συσκευής; κορνιζάρω; πλαισιώνω |
industr. construct. | σκελετός; κάσσα κουφώματος; παραστάτης πόρτας; πλαίσιο κουφώματος |
IT tech. | σειρά |
| |||
μη διατεταγμένη πρόσβαση |
unordered access : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |