unnecessary | |
gen. | περιττή; περιττό; περιττός |
duplication | |
commun. | πολυγράφηση |
med. | αναδιπλασιασμός του αριθμού των χρωμοσώμων; διπλασιασμός; αντιγραφή |
nat.sc. | διπλογραφία; διπλοί λογαριασμοί |
| |||
περιττή; περιττό; περιττός |
unnecessary : 1 phrase in 1 subject |
Economics | 1 |