unit linked | |
fin. | αμοιβαίο κεφάλαιο με μερίδια |
fund | |
gen. | χρηματοδοτώ; κονδύλιο; διατίθενται πόροι για ... |
fin. | εταιρία επενδύσεων |
funding | |
account. | σχηματισμός κεφαλαίου |
fin. | πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης |
fin. social.sc. | κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση |
funds | |
fin. | κεφάλαια |
| |||
αμοιβαίο κεφάλαιο με μερίδια |
unit-linked : 2 phrases in 2 subjects |
Insurance | 1 |
Law | 1 |