Union | |
gen. | ΄Ενωση |
union | |
agric. | συγκόλληση |
IT | ένωση |
mech.eng. | ρακόρ ένωσης |
intersection | |
gen. | λογικό γινόμενο |
dat.proc. | πράξη and; σύζευξη |
life.sc. | τομή; εμπροσθοτομία |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
συγκόλληση f | |||
ένωση f | |||
ρακόρ ένωσης | |||
συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων; εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση; συνδικάτο n; συνδικαλιστική οργάνωση | |||
| |||
΄Ἔνωση f |
union : 735 phrases in 51 subjects |