under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
tree | |
econ. | δένδρο |
environ. | δέντρο |
sprinkler | |
agric. mech.eng. | εκτοξευτής νερού |
commer. | καταιονητήρας; σύστημα καταιονισμού |
commun. industr. construct. | συσκευή ραντισμού |
earth.sc. | συσκευή εκτόξευσης δέσμης νερού |
life.sc. agric. | εκτοξευτής |
mater.sc. | ψεκαστήρας; ψεκαστήρας πυρόσβεσης |
mech.eng. | σύστημα αυτόματης κατάσβεσης πυρκαγιάς |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under : 647 phrases in 55 subjects |