under abbr. | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
optimization abbr. | |
comp., MS | βελτιστοποίηση |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under : 649 phrases in 55 subjects |