under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
frame | |
comp., MS | πλαίσιο |
construct. | γεφύρωμα ενός προβλήτα |
cultur. | σώμα της συσκευής; κορνιζάρω; πλαισιώνω |
industr. construct. | σκελετός; κάσσα κουφώματος; παραστάτης πόρτας; πλαίσιο κουφώματος |
IT tech. | σειρά |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under : 647 phrases in 55 subjects |