under abbr. | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under : 649 phrases in 55 subjects |