under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
validation | |
comp., MS | επικύρωση |
fin. | εκκαθάριση |
fin. econ. account. | έγκριση |
IT | έλεγχος εγκυρότητας; λογισμικό εγκυρότητας; εγκυρότητα |
math. | επικύρωση |
tech. | επαλήθευση προτύπου; επαλήθευση μοντέλου |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under : 647 phrases in 55 subjects |