unbundled access | |
commun. | αποδεσμοποιημένη πρόσβαση |
to | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
the | |
gen. | ή |
local loop | |
commun. | συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος |
| |||
αποδεσμοποιημένη πρόσβαση |
unbundled access : 4 phrases in 1 subject |
Communications | 4 |