ultimate | |
gen. | ύστατη; ύστατο; ύστατος |
static | |
gen. | στατική |
comp., MS | στατικός |
el. | ηλεκτροστατικό φορτίο; ηλεκτροστατική φόρτιση |
med. | στατικός; ακίνητος; αμετακίνητος; στάσιμος; λιμνάζων |
statics | |
construct. | στατική των κατασκευών |
load factor | |
commun. | παράγοντας φόρτωσης |
commun. transp. | συντελεστής φορτίσεως |
energ.ind. | βαθμός φόρτωσης; παράγοντας φόρτισης; συντελεστής φόρτισης |
transp. | συντελεστής φορτίου; συντελεστής πληρότητας; βαθμός φόρτωσης οχήματος |
| |||
ύστατη; ύστατο; ύστατος | |||
English thesaurus | |||
| |||
ult | |||
u | |||
ult. |
ultimate : 92 phrases in 28 subjects |