attribute | |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα |
commun. agric. food.ind. | ιδιοχαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό γνώρισμα |
comp., MS | χαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
pharma. environ. | ιδιότητα |
stat. | χαρακτηριστικό |
stat. tech. | ιδιότης |
English thesaurus | |||
| |||
typ |
typographical : 6 phrases in 3 subjects |
Communications | 3 |
Cultural studies | 1 |
Information technology | 2 |