two way | |
el. | αμφίδρομος; αμφικατευθυντικό |
two-way | |
commun. | αμφίδρομος |
classification | |
comp., MS | ταξινόμηση |
environ. | διαλογή; διαχωρισμός; κατηγοριοποίηση |
insur. | κατάταξη |
market. | γενικό λογιστικό σχέδιο |
math. | κατάταξη |
med. | ταξινόμηση |
pharma. environ. | διαβάθμιση; κατηγοριοποίηση |
| |||
αμφίδρομος τρόπος λειτουργίας | |||
αμφίδρομος; αμφικατευθυντικό | |||
| |||
αμφίδρομος; αμφικατευθυντικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
TW |
two-way : 105 phrases in 19 subjects |