twin | |
gen. | δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια; δίδυμη; δίδυμο |
chem. | ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή |
chem. el. | δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο |
med. | δίδυμος |
transp. | δικινητήριο αεριωθούμενο |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
Link | |
fin. | Πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης |
link | |
agric. | δακτύλιος; συνδετικό στοιχείο; χαλκάς |
commun. | υπερκειμενική ζεύξη |
comp., MS | συνδέω |
mech.eng. | ράβδος; σύνδεσμος ερπύστριας |
med. | δεσμός |
transp. mech.eng. | να ενωθεί |
| |||
δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια | |||
ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή | |||
δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο | |||
δικινητήριο αεριωθούμενο | |||
| |||
δίδυμοι | |||
| |||
δίδυμη; δίδυμο | |||
δίδυμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
t's | |||
| |||
Twin City Bancorp, Inc. | |||
thermal wave inspector | |||
| |||
Towed Weapon Inertial Navigation System | |||
| |||
twinning |
twin : 232 phrases in 25 subjects |