twin | |
gen. | δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια; δίδυμη; δίδυμο |
chem. | ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή |
chem. el. | δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο |
med. | δίδυμος |
transp. | δικινητήριο αεριωθούμενο |
flame | |
mater.sc. | καίγομαι; φλέγομαι |
torch | |
el. | πυρσός; φακός |
met. | καυστήρας για συγκόλληση με ατομικό υδρογόνο |
| |||
δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια | |||
ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή | |||
δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο | |||
δικινητήριο αεριωθούμενο | |||
| |||
δίδυμοι m | |||
| |||
δίδυμη; δίδυμο | |||
δίδυμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
t's | |||
| |||
Twin City Bancorp, Inc. | |||
thermal wave inspector | |||
| |||
Towed Weapon Inertial Navigation System | |||
| |||
twinning |
twin : 231 phrases in 25 subjects |