trochlear | |
med. | τροχιλιακός |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
τροχιλιακός |
trochlear : 16 phrases in 1 subject |
Medical | 16 |