Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
transitional : 104 phrases in 23 subjects |