transient | |
earth.sc. el. | απότομη; διακοπή |
el. | μεταβατικό-ή |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
απότομη; διακοπή | |||
μεταβατικό-ή | |||
μεταβατικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
trans | |||
tsnt |
transient : 131 phrases in 23 subjects |