timing | |
gen. | συγχρονισμός |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
axis | |
comp., MS | άξονας |
construct. | άξονας |
med. | άξων |
nat.res. agric. | κεντρική νεύρωση |
oscillator | |
el. | κυμαινόμενο κύκλωμα; ταλαντούμενο κύκλωμα |
mech.eng. construct. | ταλαντευτήρ; βραχίων ταλαντώσεως |
| |||
συγχρονισμός m | |||
| |||
χρονισμός | |||
επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης | |||
χρονομέτρηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
adjustment of the gun so that firing takes place when the recoiling parts are in the correct position for firing (qwarty) | |||
| |||
time in grade |
timing : 160 phrases in 22 subjects |