timing | |
gen. | συγχρονισμός |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
sizing | |
agric. construct. | διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος |
agric. mater.sc. | ταξινόμηση κατά μέγεθος |
environ. | διαστασιοδότηση; κολλάρισμα |
industr. construct. | έλεγχος διαστάσεων; κολλάρισμα; διαστασιοδότηση |
industr. construct. met. | στάρωμα; κόλλα |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
| |||
συγχρονισμός m | |||
| |||
χρονισμός | |||
επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης | |||
χρονομέτρηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
adjustment of the gun so that firing takes place when the recoiling parts are in the correct position for firing (qwarty) | |||
| |||
time in grade |
timing : 160 phrases in 22 subjects |