tie trunk | |
commun. | ζευκτικό κύκλωμα σύνδεσης |
el. | γραμμή διασυνδέσεως; γραμμή μεταξύ μεταλλακτών; ζευκτικά κυκλώματα σύνδεσης; ιδιωτική γραμμή |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
tie-trunk : 7 phrases in 1 subject |
Communications | 7 |