tidal lock | |
transp. | ανυψωτική δεξαμενή εισόδου ή εξόδου σε παλιρροιακή νηοδόχο; παλλιρροιακή κλεισιάδα |
with | |
gen. | με |
strut | |
construct. | υποστυλώνω; στοιχείο υπό θλίψη |
transp. | να στηριχθεί |
transp. construct. | αμφιστύλωμα; διαδοκίδα συγκρατήσεως; υποστύλωμα |
transp. mech.eng. | αντηρίδα; στυλίδιο |
struts | |
transp. construct. | αντιστηρίγματα |
strutting | |
gen. | αντιστήριγμα |
| |||
ανυψωτική δεξαμενή εισόδου ή εξόδου σε παλιρροιακή νηοδόχο; παλλιρροιακή κλεισιάδα |
tidal lock : 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |