ticket | |
gen. | εισιτήριο εισόδου; εισιτήριο επικοινωνίας |
econ. | αποδεικτικό καταβολής κομίστρου |
transp. | εισιτήριο |
ticketing | |
stat. commun. scient. | χρέωση σε δελτίο |
sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
εισιτήριο εισόδου; εισιτήριο επικοινωνίας | |||
αποδεικτικό καταβολής κομίστρου | |||
εισιτήριο m | |||
| |||
χρέωση σε δελτίο | |||
εκδοτήριο εισιτηρίων | |||
English thesaurus | |||
| |||
tix | |||
party list (Alexander Demidov) | |||
get; getting |
ticket : 271 phrases in 18 subjects |