thrust | |
earth.sc. | αξονικό φορτίο |
earth.sc. el. | έλξη |
mech.eng. | ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων; προωθητική δύναμη; πίδακας ρευστού από εγχυτήρα |
transp. | ώση; δύναμη προώσεως; ωθητική δύναμη; ωστική δύναμη |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
αξονικό φορτίο | |||
έλξη f | |||
ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων; προωθητική δύναμη; πίδακας ρευστού από εγχυτήρα | |||
ώση f; δύναμη προώσεως; ωθητική δύναμη; ωστική δύναμη | |||
προώθηση f; ώθηση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
THRTHRP | |||
| |||
Tsunami Hazard Reduction Using Systems Technology |
thrust : 265 phrases in 16 subjects |