three | |
gen. | τρία; τρεις |
way | |
gen. | τρόπος; δρόμος |
environ. | διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος |
mech.eng. | κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός; ολοσθόδρομος |
transp. | διεύθυνση; οδός |
selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
| |||
τρία; τρει̃ς | |||
English thesaurus | |||
| |||
Texas Natural Resources Conservation Commission | |||
DC-3 plane (the Three) |
three : 507 phrases in 43 subjects |