three abbr. | |
gen. | τρία; τρεις |
State abbr. | |
econ. | κράτος |
law environ. | πολιτεία |
state abbr. | |
gen. | δηλώνω |
comp., MS | κατάσταση |
environ. | πολιτεία; πολιτεία |
IT el. | στιγμιαία κατάσταση βάσης δεδομένων |
binary coded decimal abbr. | |
IT | κωδικοποιημένος δεκαδικός συμβολισμός; δυαδικά κωδικοποιημένος δεκαδικός; δυαδικά κωδικοποιημένος δεκαδικός συμβολισμός |
| |||
τρία; τρει̃ς | |||
English thesaurus | |||
| |||
Texas Natural Resources Conservation Commission | |||
DC-3 plane (the Three) |
three : 507 phrases in 43 subjects |