three | |
gen. | τρία; τρεις |
roller | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος |
transp. | έλκυστρο; κυλινδρίσκος |
| |||
τρία; τρει̃ς | |||
English thesaurus | |||
| |||
Texas Natural Resources Conservation Commission | |||
DC-3 plane (the Three) |
three : 507 phrases in 43 subjects |