threading | |
commun. | πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας |
end | |
el. | άκρο |
industr. construct. | άκρια; φιτίλι |
mech.eng. | ελεύθερο άκρο ατράκτου λήψης ισχύος; κεφαλή ανυψωτήρα |
mun.plan. | κλωστή |
transp. | άκρη; οπίσθια πλευρά; οπίσθιο τοίχωμα; εμπρόσθια πλευρά |
| |||
πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας | |||
χάραξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
thd |
threaded : 87 phrases in 14 subjects |