threading abbr. | |
commun. | πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας |
discussion abbr. | |
comp., MS | συζήτηση |
| |||
πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας | |||
χάραξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
thd |
threaded : 87 phrases in 14 subjects |