threading abbr. | |
commun. | πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας |
coupling abbr. | |
health. | φάση σύζευξης |
industr. construct. | συνδυασμός |
mech.eng. | χιτώνιο συνδέσμου |
med. | σύζευξη; σύνδεση |
transp. industr. | συμπλέκτης |
transp. mater.sc. | αρχική ροπή; αρχική σύσφιγξη |
| |||
πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας | |||
χάραξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
thd |
threaded : 87 phrases in 14 subjects |