threading | |
commun. | πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας |
collar | |
coal. | στόμιο υπονόμου |
construct. | κν.κολιέ; παράκυκλος |
fin. | συμβόλαιο επιτοκίων τύπου collar |
industr. construct. | περιαυχένιο; κν.κολάρο |
industr. construct. met. | κεφαλή του ποντέλου |
mech.eng. | κολλάρο παλέτας |
med. | περιλαίμιο |
| |||
πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας | |||
χάραξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
thd |
threaded : 87 phrases in 14 subjects |