thread whirling | |
met. mech.eng. | αποφλοίωση σπειρωμάτων; φρεζάρισμα με ένα κοπτικό δόντι |
Attachment | |
comp., MS | Συνημμένο |
attachment | |
gen. | προσάρτηση |
commun. tech. | σύναψη; σύνδεση; προσάρτημα |
comp., MS | συνημμένo |
IT | Σύναψη |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου; συντηρητική κατάσχεση; κατάσχεση |
mech.eng. | πρόσθετη διάταξη; προσαρτούμενα εξαρτήματα |
| |||
αποφλοίωση σπειρωμάτων; φρεζάρισμα με ένα κοπτικό δόντι |
thread whirling : 3 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 3 |