third rail | |
transp. energ.ind. | τρίτη σιδηροτροχιά επαφής; σιδηροτροχιά οδηγός; σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
Collector | |
gen. | Διοικητής Διαμερίσματος |
collector | |
agric. | λήπτης |
construct. | συλλεκτήριο στραγγιστήρι; κύριος αγωγός αποστραγγίσεως |
earth.sc. | συλλογέας |
earth.sc. mech.eng. | συλλεκτήριο ακροφύσιο |
el. | συλλέκτης |
mater.sc. | διακλαδωτήρας; δίκρουνο |
| |||
τρίτη σιδηροτροχιά επαφής; σιδηροτροχιά οδηγός; σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
third-rail : 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |