| |||
αραιωτική μηχανή; μηχανή αραιώματος φυτών | |||
αραιωτής m; αραιωτικό n; αραιωτικό μέσο; διαλύτης m | |||
διαλυτικό | |||
διαλυτικό μέσο | |||
| |||
λεπτή; λεπτό; λεπτός | |||
αδυνατισμένος; εξασθενημένος; ισχνός | |||
ισχνά (Having a font weight that corresponds to a weight class value of 100 according to the OpenType specification) | |||
αδύνατος | |||
| |||
αραιώνω |
thinner : 176 phrases in 25 subjects |