thin | |
gen. | λεπτή; λεπτό; λεπτός |
agric. | αραιώνω; αδυνατισμένος; εξασθενημένος; ισχνός |
comp., MS | ισχνά |
forestr. | αδύνατο; αραιό |
layer | |
agric. | όρνιθα ωοπαραγωγής; ωοτόκος όρνιθα |
chem. | επίστρωμα εφυαλώματος |
comp., MS | επίπεδο |
construct. | στρώση |
life.sc. agric. | καταβολάδα |
med. | στρώμα |
| |||
αδύνατο; αραιό | |||
| |||
λεπτή; λεπτό; λεπτός | |||
αδυνατισμένος; εξασθενημένος; ισχνός | |||
ισχνά (Having a font weight that corresponds to a weight class value of 100 according to the OpenType specification) | |||
αδύνατος | |||
| |||
αραιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
thn |
thin : 166 phrases in 26 subjects |