test abbr. | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing abbr. | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
of abbr. | |
gen. | από |
component abbr. | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση | |||
| |||
δοκιμές | |||
δοκιμή | |||
εξέταση | |||
English thesaurus | |||
| |||
testimonial | |||
| |||
The examination of a sample from a population to estimate characteristics of the population | |||
tstg |
testing : 968 phrases in 42 subjects |