test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
Cycle | |
comp., MS | Κύκλος |
cycle | |
gen. | κυκλική διαδικασία |
astronaut. transp. | Κύκλος |
commun. transp. | περίοδος |
el. | ανακυκλώνω |
environ. | κύκλος |
fin. | κύκλος διατίμησης |
fin. scient. | κυκλική κίνηση τιμών |
math. | κύκλος |
mech.eng. | κύκλος εργασίας |
| |||
δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση | |||
| |||
δοκιμές | |||
δοκιμή | |||
εξέταση | |||
English thesaurus | |||
| |||
testimonial | |||
| |||
The examination of a sample from a population to estimate characteristics of the population | |||
tstg |
testing : 960 phrases in 42 subjects |