tertiary | |
med. | τριτογενής; τριτοταγής |
cortex | |
med. | φλοιός; φλοιός επινεφριδιών; φλοιώδης μοίρα επινεφριδιών; φλοιώδης ουσία λεμφογαγγλίων; περίβλημα; φλοιός του εγκεφάλου |
| |||
τριτογενής; τριτοταγής | |||
English thesaurus | |||
| |||
tert. | |||
t; ter (t) |
tertiary : 84 phrases in 17 subjects |