Tension | |
gen. | Τάση |
tension | |
gen. | ένταση |
earth.sc. mater.sc. | τάση εφελκυσμού |
med. | τάση; τάνυση; τέντωμα |
tech. | διαφορά δυναμικού; ηλεκτροκινητική δύναμη |
transp. construct. | εφελκυσμός |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
ένταση f | |||
τάση εφελκυσμού | |||
τάση f; τάνυση f; τέντωμα n | |||
διαφορά δυναμικού; ηλεκτροκινητική δύναμη | |||
εφελκυσμός m | |||
| |||
Τάση f | |||
| |||
σφυρηλάτηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
tens | |||
t. | |||
A mood that transpires from any conflict within a text or play. |
tension : 270 phrases in 25 subjects |