tender | |
gen. | τρυφερή; τρυφερό; καταθέτω προσφορά; βοηθητικό πλοίο; εφοδιοφόρο πλοίο; προσφορά τιμής σε δημοπρασία |
fin. transp. | προσφορά για αγορά αξιογράφων |
market. | προσφορά πληρωμής |
nat.sc. agric. | τρυφερός |
transp. | εφοδιομεταφορέας |
documentation | |
econ. | τεκμηρίωση |
| |||
βοηθητικό πλοίο; εφοδιοφόρο πλοίο; προσφορά τιμής σε δημοπρασία; προσφορά | |||
προσφορά πληρωμής | |||
τρυφερός | |||
εφοδιομεταφορέας | |||
| |||
καταθέτω προσφορά; υποβάλλω προσφορά | |||
προσφορά για αγορά αξιογράφων | |||
| |||
υποβολή προσφορών | |||
| |||
τρυφερή; τρυφερό | |||
English thesaurus | |||
| |||
chicken fingers (wikipedia.org 'More); chicken goujons (wikipedia.org 'More); tendies (wikipedia.org 'More); chicken strips (wikipedia.org 'More); chicken tenders (wikipedia.org 'More); chicken fillets (wikipedia.org 'More); chicken mini fillets (wikipedia.org 'More) |
tender : 219 phrases in 20 subjects |