temporary | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
node | |
comp., MS | κόμβος |
el. | σημείο ελάχιστου στάσιμου κύματος; σημείο διακλάδωσης |
life.sc. | κομβικό σημείο |
life.sc. el. | κóμβος |
med. | κόμβος; δεσμός; οξίδιο; όξος; κομβίο |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tem; tempy; tmp |
temporary : 388 phrases in 41 subjects |