temporary | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tem; tempy; tmp |
temporary : 388 phrases in 41 subjects |