temporary | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
fallowing | |
agric. | γη που είναι σε αγρανάπαυση; γη που μένει ακαλλιέργητη; αγρός υποκείμενος σε ανάπαυση |
scheme | |
comp., MS | συνδυασμός |
forestr. | πρόγραμμα |
IT chem. met. | σύστημα χρώσης |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tem; tempy; tmp |
temporary : 388 phrases in 41 subjects |