temporary | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
Call forwarding | |
comp., MS | Προώθηση κλήσεων; Προώθηση κλήσεων |
call forwarding | |
commun. | εκτροπή κλήσεων; προώθηση κλήσεων; προώθηση κλίσεων; υπηρεσία εκτροπής κλήσεων |
commun. IT | μεταφορά σε άλλο αριθμό |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tem; tempy; tmp |
temporary : 388 phrases in 41 subjects |